ακαταστόρεστος

ακαταστόρεστος
ἀκαταστόρεστος, -ον (Μ) [καταστορέννυμι]
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ισοπεδώσει, να καθησυχάσει
«ἀκαταστόρεστα κύματα» (Άννα Κομνηνή).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”